Στη διάρκεια της ζωής του ο Διονύσιος Σολωμός εξέδωσε με τη δική του βούληση μόλις τέσσερα ποιήματά του, έτσι το εθνικό πένθος για τον θάνατό του το 1857 εξισορροπήθηκε από την ελπίδα της δημοσίευσης των ώριμων έργων του, τα οποία όπως διαβεβαίωναν οι φίλοι του ήταν ανώτερα των πρώιμων και συγκροτούσαν μια νέα ποίηση απαράμιλλου κάλλους. Ωστόσο, όταν η επτανησιακή κοινωνία πληροφορήθηκε ότι από το πολυθρύλητο αδημοσίευτο έργο σώζονταν μόνον σπαράγματα και σχεδιάσματα, η ελπίδα μετατράπηκε σε απογοήτευση.
Ο Ιάκωβος Πολυλάς, πιστός φίλος και μαθητής του ποιητή, έμελλε να γίνει ο πρώτος συστηματικός κριτικός και εκδότης του μετά τον θάνατο του, διασώζοντας τα σολωμικά χειρόγραφα και βάζοντας σε τάξη τη χαοτική ακαταστασία τους, ώστε να προκύψουν αναγνώσιμα κείμενα. Ωστόσο, όταν εξέδωσε τα Ευρισκόμενα το 1859, το βιβλίο όχι μόνον δεν άλλαξε σε τίποτα το αρνητικό κλίμα που είχε διαμορφωθεί, αλλά αντιθέτως το ενέτεινε, καθώς οι επτανησιακές και αθηναϊκές εφημερίδες που χαιρέτιζαν τη μελλοντική έκδοση των έργων του Σολωμού το 1857 δεν αφιέρωσαν ούτε μια αράδα σε αυτό.
Τα πράγματα άλλαξαν άρδην κατά τη δεκαετία του 1890 με την καταλυτική παρέμβαση του Κωστή Παλαμά, που ανέδειξε την κρισιμότητα των Ευρισκομένων, τα οποία σύστηναν στο ελληνικό έθνος τον πρώτο τη τάξει ποιητή του, καθώς και, μέσω των «Προλεγομένων» του Ιάκωβου Πολυλά, τον πρώτο τη τάξει λογοτεχνικό κριτικό του, έτσι ώστε στο σύνολό τους να ορίζουν τη γενέθλια στιγμή της νεοελληνικής ποίησης και κριτικής.
Από το επίμετρο του Δημήτρη Πολυχρονάκη


